Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
View word page
καθορατικός
able to see into: keen-sighted
ShortDef
able to see into: keen-sighted
Debugging
Headword:
καθορατικός
Headword (normalized):
καθορατικός
Headword (normalized/stripped):
καθορατικος
IDX:
43893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43894
Key:
Data
{'content': 'able to see into: keen-sighted'}