Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
View word page
καθοπλισμός
arming, making of arms

ShortDef

arming, making of arms

Debugging

Headword:
καθοπλισμός
Headword (normalized):
καθοπλισμός
Headword (normalized/stripped):
καθοπλισμος
IDX:
43892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43893
Key:

Data

{'content': 'arming, making of arms'}