Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
View word page
καθόπλισις
a mode of arming, armour

ShortDef

a mode of arming, armour

Debugging

Headword:
καθόπλισις
Headword (normalized):
καθόπλισις
Headword (normalized/stripped):
καθοπλισις
IDX:
43891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43892
Key:

Data

{'content': 'a mode of arming, armour'}