Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
View word page
καθοπλίζω
to equip
ShortDef
to equip
Debugging
Headword:
καθοπλίζω
Headword (normalized):
καθοπλίζω
Headword (normalized/stripped):
καθοπλιζω
IDX:
43890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43891
Key:
Data
{'content': 'to equip'}