Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
View word page
καθομολογέω
to confess
ShortDef
to confess
Debugging
Headword:
καθομολογέω
Headword (normalized):
καθομολογέω
Headword (normalized/stripped):
καθομολογεω
IDX:
43887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43888
Key:
Data
{'content': 'to confess'}