Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
View word page
καθομοιόω
assimilate
ShortDef
assimilate
Debugging
Headword:
καθομοιόω
Headword (normalized):
καθομοιόω
Headword (normalized/stripped):
καθομοιοω
IDX:
43886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43887
Key:
Data
{'content': 'assimilate'}