Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
View word page
καθομηρίζω
describe Homerically

ShortDef

describe Homerically

Debugging

Headword:
καθομηρίζω
Headword (normalized):
καθομηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καθομηριζω
IDX:
43884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43885
Key:

Data

{'content': 'describe Homerically'}