Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
View word page
καθολικός
general
ShortDef
general
Debugging
Headword:
καθολικός
Headword (normalized):
καθολικός
Headword (normalized/stripped):
καθολικος
IDX:
43879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43880
Key:
Data
{'content': 'general'}