Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
View word page
κάθοδος
a going down, descent; return (from exile)
ShortDef
a going down, descent; return (from exile)
Debugging
Headword:
κάθοδος
Headword (normalized):
κάθοδος
Headword (normalized/stripped):
καθοδος
IDX:
43878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43879
Key:
Data
{'content': 'a going down, descent; return (from exile)'}