Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθίπταξις
κάθισις
κάθισμα
καθίσταμι
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
καθομηρεύω
καθομηρίζω
View word page
καθοδηγέω
to guide
ShortDef
to guide
Debugging
Headword:
καθοδηγέω
Headword (normalized):
καθοδηγέω
Headword (normalized/stripped):
καθοδηγεω
IDX:
43874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43875
Key:
Data
{'content': 'to guide'}