Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθιπποκρατέω
καθιπποτροφέω
καθίπταξις
κάθισις
κάθισμα
καθίσταμι
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθόλου
View word page
καθιστορέω
observe

ShortDef

observe

Debugging

Headword:
καθιστορέω
Headword (normalized):
καθιστορέω
Headword (normalized/stripped):
καθιστορεω
IDX:
43872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43873
Key:

Data

{'content': 'observe'}