Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάθιξις
καθιππάζομαι
καθίππευσις
καθιππεύω
καθιπποκρατέω
καθιπποτροφέω
καθίπταξις
κάθισις
κάθισμα
καθίσταμι
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγός
καθόδιον
κάθοδος
View word page
καθίστημι
to set down, place

ShortDef

to set down, place

Debugging

Headword:
καθίστημι
Headword (normalized):
καθίστημι
Headword (normalized/stripped):
καθιστημι
IDX:
43868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43869
Key:

Data

{'content': 'to set down, place'}