Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθίμησις
καθίννυμαι
κάθιξις
καθιππάζομαι
καθίππευσις
View word page
καθιζάνω
to sit down
ShortDef
to sit down
Debugging
Headword:
καθιζάνω
Headword (normalized):
καθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
καθιζανω
IDX:
43850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43851
Key:
Data
{'content': 'to sit down'}