Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθίμησις
καθίννυμαι
κάθιξις
καθιππάζομαι
View word page
καθιερωτικός
dedicatory

ShortDef

dedicatory

Debugging

Headword:
καθιερωτικός
Headword (normalized):
καθιερωτικός
Headword (normalized/stripped):
καθιερωτικος
IDX:
43849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43850
Key:

Data

{'content': 'dedicatory'}