Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
ἄμαχος
ἀμάω
ἀμάω2
ἀμβαδέως
ἄμβαρ
ἄμβατος
ἀμβατός
ἄμβη
ἄμβιξ
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
View word page
ἄμβατος
to be ascended, scaled

ShortDef

to be ascended, scaled

Debugging

Headword:
ἄμβατος
Headword (normalized):
ἄμβατος
Headword (normalized/stripped):
αμβατος
IDX:
4384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4385
Key:

Data

{'content': 'to be ascended, scaled'}