Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
καθίμησις
View word page
καθιερόω
to dedicate, devote, hallow
ShortDef
to dedicate, devote, hallow
Debugging
Headword:
καθιερόω
Headword (normalized):
καθιερόω
Headword (normalized/stripped):
καθιεροω
IDX:
43846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43847
Key:
Data
{'content': 'to dedicate, devote, hallow'}