Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθιμάω
View word page
καθιερεύω
to sacrifice, offer

ShortDef

to sacrifice, offer

Debugging

Headword:
καθιερεύω
Headword (normalized):
καθιερεύω
Headword (normalized/stripped):
καθιερευω
IDX:
43845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43846
Key:

Data

{'content': 'to sacrifice, offer'}