Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
View word page
καθιέρευσις
consecration, deification

ShortDef

consecration, deification

Debugging

Headword:
καθιέρευσις
Headword (normalized):
καθιέρευσις
Headword (normalized/stripped):
καθιερευσις
IDX:
43844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43845
Key:

Data

{'content': 'consecration, deification'}