Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
View word page
καθιδρύω
to make to sit down

ShortDef

to make to sit down

Debugging

Headword:
καθιδρύω
Headword (normalized):
καθιδρύω
Headword (normalized/stripped):
καθιδρυω
IDX:
43843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43844
Key:

Data

{'content': 'to make to sit down'}