Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
View word page
καθημερόω
soften, tranquillize

ShortDef

soften, tranquillize

Debugging

Headword:
καθημερόω
Headword (normalized):
καθημερόω
Headword (normalized/stripped):
καθημεροω
IDX:
43839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43840
Key:

Data

{'content': 'soften, tranquillize'}