Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
View word page
καθημεροθύτης
priest who offers daily sacrifice

ShortDef

priest who offers daily sacrifice

Debugging

Headword:
καθημεροθύτης
Headword (normalized):
καθημεροθύτης
Headword (normalized/stripped):
καθημεροθυτης
IDX:
43838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43839
Key:

Data

{'content': 'priest who offers daily sacrifice'}