Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
View word page
καθημερίσια
daily wages

ShortDef

daily wages

Debugging

Headword:
καθημερίσια
Headword (normalized):
καθημερίσια
Headword (normalized/stripped):
καθημερισια
IDX:
43837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43838
Key:

Data

{'content': 'daily wages'}