Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
View word page
κάθημαι
to be seated
ShortDef
to be seated
Debugging
Headword:
κάθημαι
Headword (normalized):
κάθημαι
Headword (normalized/stripped):
καθημαι
IDX:
43834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43835
Key:
Data
{'content': 'to be seated'}