Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
καθίδρυσις
καθιδρύω
View word page
καθηλωτής
one who nails on

ShortDef

one who nails on

Debugging

Headword:
καθηλωτής
Headword (normalized):
καθηλωτής
Headword (normalized/stripped):
καθηλωτης
IDX:
43833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43834
Key:

Data

{'content': 'one who nails on'}