Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
κάθιδρος
View word page
καθήλωμα
that which is nailed on, revetment
ShortDef
that which is nailed on, revetment
Debugging
Headword:
καθήλωμα
Headword (normalized):
καθήλωμα
Headword (normalized/stripped):
καθηλωμα
IDX:
43831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43832
Key:
Data
{'content': 'that which is nailed on, revetment'}