Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθθηρατόριον
View word page
καθηλόω
to nail on

ShortDef

to nail on

Debugging

Headword:
καθηλόω
Headword (normalized):
καθηλόω
Headword (normalized/stripped):
καθηλοω
IDX:
43830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43831
Key:

Data

{'content': 'to nail on'}