Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
View word page
καθηλιάζω
to bring the sun down upon, to illuminate
ShortDef
to bring the sun down upon, to illuminate
Debugging
Headword:
καθηλιάζω
Headword (normalized):
καθηλιάζω
Headword (normalized/stripped):
καθηλιαζω
IDX:
43828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43829
Key:
Data
{'content': 'to bring the sun down upon, to illuminate'}