Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
View word page
καθήκω
to have come; to suit, to belong to, be one’s duty
ShortDef
to have come; to suit, to belong to, be one’s duty
Debugging
Headword:
καθήκω
Headword (normalized):
καθήκω
Headword (normalized/stripped):
καθηκω
IDX:
43827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43828
Key:
Data
{'content': 'to have come; to suit, to belong to, be one’s duty'}