Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
καθημερεία
καθημέριος
View word page
καθηκόντως
fittingly, properly

ShortDef

fittingly, properly

Debugging

Headword:
καθηκόντως
Headword (normalized):
καθηκόντως
Headword (normalized/stripped):
καθηκοντως
IDX:
43826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43827
Key:

Data

{'content': 'fittingly, properly'}