Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημαι
View word page
καθηδύνω
sweeten

ShortDef

sweeten

Debugging

Headword:
καθηδύνω
Headword (normalized):
καθηδύνω
Headword (normalized/stripped):
καθηδυνω
IDX:
43824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43825
Key:

Data

{'content': 'sweeten'}