Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
View word page
καθηγεμών
a leader, a guide

ShortDef

a leader, a guide

Debugging

Headword:
καθηγεμών
Headword (normalized):
καθηγεμών
Headword (normalized/stripped):
καθηγεμων
IDX:
43819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43820
Key:

Data

{'content': 'a leader, a guide'}