Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
View word page
καθεύρεμα
invention
ShortDef
invention
Debugging
Headword:
καθεύρεμα
Headword (normalized):
καθεύρεμα
Headword (normalized/stripped):
καθευρεμα
IDX:
43811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43812
Key:
Data
{'content': 'invention'}