Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
View word page
καθεύδω
to lie down to sleep, sleep
ShortDef
to lie down to sleep, sleep
Debugging
Headword:
καθεύδω
Headword (normalized):
καθεύδω
Headword (normalized/stripped):
καθευδω
IDX:
43810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43811
Key:
Data
{'content': 'to lie down to sleep, sleep'}