Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
καθηγεμονία
View word page
καθευδητέον
one must sleep

ShortDef

one must sleep

Debugging

Headword:
καθευδητέον
Headword (normalized):
καθευδητέον
Headword (normalized/stripped):
καθευδητεον
IDX:
43808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43809
Key:

Data

{'content': 'one must sleep'}