Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
κάθεφθος
View word page
καθετηριστέον
one must treat with the καθετήρ

ShortDef

one must treat with the καθετήρ

Debugging

Headword:
καθετηριστέον
Headword (normalized):
καθετηριστέον
Headword (normalized/stripped):
καθετηριστεον
IDX:
43804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43805
Key:

Data

{'content': 'one must treat with the καθετήρ'}