Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθευδητέος
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
View word page
καθετηρίζω
treat with the καθετήρ 2

ShortDef

treat with the καθετήρ 2

Debugging

Headword:
καθετηρίζω
Headword (normalized):
καθετηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καθετηριζω
IDX:
43802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43803
Key:

Data

{'content': 'treat with the καθετήρ 2'}