Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
View word page
καθεστηκότως
steadily, calmly

ShortDef

steadily, calmly

Debugging

Headword:
καθεστηκότως
Headword (normalized):
καθεστηκότως
Headword (normalized/stripped):
καθεστηκοτως
IDX:
43798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43799
Key:

Data

{'content': 'steadily, calmly'}