Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
καθετηριστέον
View word page
καθέρπω
to creep down

ShortDef

to creep down

Debugging

Headword:
καθέρπω
Headword (normalized):
καθέρπω
Headword (normalized/stripped):
καθερπω
IDX:
43794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43795
Key:

Data

{'content': 'to creep down'}