Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
καθετηρίζω
καθετηρισμός
View word page
κάθεξις
a holding, retention

ShortDef

a holding, retention

Debugging

Headword:
κάθεξις
Headword (normalized):
κάθεξις
Headword (normalized/stripped):
καθεξις
IDX:
43793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43794
Key:

Data

{'content': 'a holding, retention'}