Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
καθεστώτως
καθετήρ
View word page
καθέν
one by one
ShortDef
one by one
Debugging
Headword:
καθέν
Headword (normalized):
καθέν
Headword (normalized/stripped):
καθεν
IDX:
43791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43792
Key:
Data
{'content': 'one by one'}