Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήριον
View word page
καθέλκω
to draw
ShortDef
to draw
Debugging
Headword:
καθέλκω
Headword (normalized):
καθέλκω
Headword (normalized/stripped):
καθελκω
IDX:
43789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43790
Key:
Data
{'content': 'to draw'}