Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
καθεστέον
View word page
καθελκόομαι
break out into ulcers

ShortDef

break out into ulcers

Debugging

Headword:
καθελκόομαι
Headword (normalized):
καθελκόομαι
Headword (normalized/stripped):
καθελκοομαι
IDX:
43787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43788
Key:

Data

{'content': 'break out into ulcers'}