Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
κάθεσις
View word page
καθελίσσω
to wrap with bandages, enfold, swathe

ShortDef

to wrap with bandages, enfold, swathe

Debugging

Headword:
καθελίσσω
Headword (normalized):
καθελίσσω
Headword (normalized/stripped):
καθελισσω
IDX:
43786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43787
Key:

Data

{'content': 'to wrap with bandages, enfold, swathe'}