Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
καθέσιμον
View word page
καθεκτός
to be held back

ShortDef

to be held back

Debugging

Headword:
καθεκτός
Headword (normalized):
καθεκτός
Headword (normalized/stripped):
καθεκτος
IDX:
43785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43786
Key:

Data

{'content': 'to be held back'}