Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
καθέρπω
View word page
καθεκτικός
capable of holding

ShortDef

capable of holding

Debugging

Headword:
καθεκτικός
Headword (normalized):
καθεκτικός
Headword (normalized/stripped):
καθεκτικος
IDX:
43784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43785
Key:

Data

{'content': 'capable of holding'}