Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
καθέν
καθέννυμι
κάθεξις
View word page
καθέκτης
trap-door
ShortDef
trap-door
Debugging
Headword:
καθέκτης
Headword (normalized):
καθέκτης
Headword (normalized/stripped):
καθεκτης
IDX:
43783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43784
Key:
Data
{'content': 'trap-door'}