Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
View word page
καθεῖς
one by one

ShortDef

one by one

Debugging

Headword:
καθεῖς
Headword (normalized):
καθεῖς
Headword (normalized/stripped):
καθεις
IDX:
43780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43781
Key:

Data

{'content': 'one by one'}