Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
View word page
κάθειρξις
shutting in, confining

ShortDef

shutting in, confining

Debugging

Headword:
κάθειρξις
Headword (normalized):
κάθειρξις
Headword (normalized/stripped):
καθειρξις
IDX:
43779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43780
Key:

Data

{'content': 'shutting in, confining'}