Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
View word page
καθείργνυμι
to shut in, enclose, confine, imprison
ShortDef
to shut in, enclose, confine, imprison
Debugging
Headword:
καθείργνυμι
Headword (normalized):
καθείργνυμι
Headword (normalized/stripped):
καθειργνυμι
IDX:
43778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43779
Key:
Data
{'content': 'to shut in, enclose, confine, imprison'}