Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
View word page
καθέζομαι
to sit down, take one's seat
ShortDef
to sit down, take one's seat
Debugging
Headword:
καθέζομαι
Headword (normalized):
καθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
καθεζομαι
IDX:
43776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43777
Key:
Data
{'content': "to sit down, take one's seat"}